φοβάμαι τον τελευταίο καιρό. όχι τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. αυτούς δεν τους φοβάμαι. φοβάμαι που γινόμαστε ολοένα και πιο κτήνη , κανίβαλοι. που περπατάμε σαν τα ζόμπι. φοβάμαι που συμβιβαζόμαστε και πολλές φορές όχι από ανάγκη. φοβάμαι που μας πλασάρουν την μιζέρια για χλιδή και μεις την προσκυνάμε σαν θείο δώρο. φοβάμαι που έχουμε ξεχάσει να είμαστε χαμογελαστοί και γελάμε μόνο με τον πόνο του άλλου ή με προκατασκευασμένα ανέκδοτα. φοβάμαι που υπάρχουν θεραπείες γέλιου, δείχνει κοινωνικό αυτισμό. φοβάμαι που η λογιστική ταυτίζεται με την λογική και ο ορθολογισμός με έναν στείρο κυνισμό. φοβάμαι που σκεφτόμαστε σαν τα ποντίκια και γινόμαστε εκούσια μεζέδες. φοβάμαι που την ασχήμια την κάναμε αφίσα σε δωμάτιο όπως λέει ο ποιητής. και δεν μιλάω φυσικά για την φυσική ασχήμια αλλά την συναισθηματική ασχήμια. άνθρωποι που σαν την κολοβή αλεπού θέλουν να γίνουμε κι εμείς κολοβοί για να μην κλαίνε για το νοητικό και συναισθηματικό τους κενό, για την αναπηρία τους που έφτιαξαν οι ίδιοι.
φοβάμαι που όλο και περισσότεροι τους πιστεύουν και τους λατρεύουν σαν θεούς.
φοβάμαι που βλέπω ανθρώπους που βγήκαν από τον βούρκο και με ένα χαμόγελο σαν ολάκερος ήλιος προσπαθούν και ζητάνε να πατήσουν σε αυτή την ζωή και μεις να τους το αρνούμαστε. σε αυτούς τους πραγματικούς ήρωες.
φοβάμαι που σταματήσαμε να αντέχουμε τον ήλιο και λαχταράμε το πότε θα κρυφτούμε στην γη.
μα περισσότερο από όλα φοβάμαι εμένα που ακόμη διστάζω να φωνάξω, να αντισταθώ (πραγματικά) σε αυτή την μπόχα. όχι από ηρωισμό. δεν είναι καιροί για ήρωες και όχι δεν χρειαζόμαστε ήρωες. χρειαζόμαστε ανθρώπους.
και το πιο δύσκολο από όλα είναι να είσαι άνθρωπος. για αυτό φοβάμαι πιο πολύ.
τώρα που δεν είναι της μόδας η ανθρωπιά να δούμε πόσοι θα μείνουμε πιστοί στα ιδανικά.