Τον συνάντησα την ώρα που την φωτογράφιζα. μου μίλησε για αυτή σαν να ήταν παιδί του.
-«Από τόσο δα σποράκι ξεφύτρωσε», μου είπε. «Μου χε δώσει μία φίλη μου κάτι υπέροχα μανταρίνια. Όχι αυτά του εμπορίου. Από τον κήπο της. Είναι δίφορη, δύο φορές τον χρόνο βγάζει μανταρίνια και είναι άλλο πράμα. Άρωμα, γεύση. Έτσι την έβαλα εδώ. Όχι για τους καρπούς. Να, δώρο για αυτούς που θα μείνουν. Εγώ θα φύγω σε λίγο καιρό. Σύνταξη. Αυτό θα μείνει δώρο. Να ας πούμε εσύ τώρα την φωτογραφίζεις. Θα περάσουν κάποια χρόνια , 20 ας πούμε και θα την δεις να χει γίνει σωστό δέντρο. Θα θυμάσαι ότι αυτή την μανταρινιά την είχες φωτογραφίσει τότε που ήτανε δεντράκι.»
Μου άρεσε η σκέψη του. Έχει αρχοντιά, μεράκι.
Μου έσφιξε το χέρι και με άφησε.
Συνέχισα να την φωτογραφίζω να ξεπροβάλει μέσα από το τσιμέντο, μπροστά στο παλιό βουλκανιζατέρ.
Το καραβάκι σε λίγο θα ερχόταν για τον Πειραιά.
Έκανε κρύο, μα εγώ ήδη ένιωθα σαν να είχε ξαναξημερώσει.