Λύσσα – για ένα αυτοοργανωμένο και αντιεμπορευματικό κινηματογράφο

Μετά από καιρό ήρθε η ώρα να μιλήσω για μία από τις πιο δημιουργικές περιόδους της ζωής μου, τα γυρίσματα της ταινίας «Λύσσα». Το τι είναι αυτή η ταινία καθώς και τους στόχους τους μπορείτε να τα δείτε αναλυτικά στην ιστοσελίδα που έχει στηθεί για την ταινία. Όποιος τυχερός μπορεί να δει την ίδια την ταινία σε κάποια τοπική προβολή. Ενώ μελλοντικά θα μπορείτε να την δείτε και μέσω της ίδιας της ιστοσελίδας.

Εγώ το μόνο που θα καταθέσω είναι ένα μικρό κείμενο εντυπώσεων από την όλη διαδικασία. Μία διαδικασία που ακόμη εξελίσσεται και παράγει. Νοιώθω πολύ τυχερός που το έχω ζήσει και οι εικόνες είναι χαραγμένες μέσα στο μυαλό μου.

-//-

 

Είναι 6μιση ώρα το πρωί. Εκτός από φαντάρος άλλες φορές δεν θυμόμουν να ξυπνούσα τέτοια ώρα. Όμως δεν νοιώθω ότι με περιμένει σκοπιά. Έξω ο ήλιος ανατέλλει και έχει μία ελαφριά ψυχρούλα. Μυρίζει φρυγανισμένο ψωμί και βούτυρο. Σηκωνόμαστε διαδοχικά. Νοιώθω μια μικρή κούραση αλλά όχι δυσφορία (το αντίθετο). Είναι μέρες που έχουμε αντίστοιχα ξυπνήματα και προγράμματα. Κι ίσως κάποιο βράδυ να ήμασταν στη μέση του πουθενά , όπου μήνα καλοκαίρι θέλαμε κουβέρτα. Άραγε σήμερα θα πετύχει πιο εύκολα η σκηνή; Θα φανεί καλά το μακιγιάζ, θα είναι έτοιμο στην ώρα του; Θα ακουστεί πάλι κάποιο αλυσοπρίονο από κάνα χωράφι κάνα χιλιόμετρο μακρυά ή κάποιο αεροπλάνο; Τα φώτα; Θα βρισκόμαστε όλοι στην ώρα μας στο τάδε χωριό;

Αγουροξυπνημένα χαμόγελα. Εξηγήσεις. Διευκρινήσεις. Κάποιος που θέλει να κοιμηθεί λίγο παραπάνω. Πειράγματα. Άλλοτε έξυπνα, άλλοτε χαζά.

Το φως πράγματι μοιάζει σαν να χτυπάει ντάλα ο ήλιος πάνω στο παράθυρο. Δεν ξέρω πώς το κάνουν αλλά ο σταύλος μοιάζει με πίνακα. Τα ρούχα φορεμένα και όπως πρέπει. Τη παιδική κούκλα την μάζεψε άλλος.  Το σκηνικό το χουν μαστορέψει στην λεπτομέρεια και μία χαλασμένη σιλικόνη βάσης βοηθά στην παλαίωση. Δοκιμάζουν τα λόγια, τον ρόλο. Ίσως καλύτερα να το πεις έτσι. Εδώ μία ρυτίδα λιγότερη ίσως; Γαμώτο κάποια παιδάκια κλαίνε και κάποιος κόβει χόρτα με μηχάνημα. Κι ίσως διψάμε. Τα φώτα καίνε.Κι όμως πάντα αυτός καταφέρνει να είναι ήρεμος και με το χαμόγελο σε κατάσταση ζεν. Κι αυτό το άλογο πεινά πολύ κι όταν γουργουρίζει ακούγεται σαν πλυντήριο.

 Το βράδυ οι περισσότεροι εκεί, Βλέπουμε τι φτιάξαμε. Συζητάμε. Κρίνουμε. Διαφωνούμε. Άλλοτε ήρεμα. Άλλοτε όχι. Ίσως η τάδε σκηνή θα έπρεπε να γίνει με τον τάδε τρόπο.

Ένα ερειπωμένο σπίτι γεμάτο νυχτερίδες. Ένα εκκλησάκι γεμάτο αγιογραφίες  με εσωτερική γούρνα για το βρόχινο νερό. Το φαράγγι στην μέση του πουθενά με συντροφιά τον προβολέα και τον γαλαξία απάνω απ τα κεφάλια μας. Το ροζ του ηλιοβασιλέματος , τόσες ροζ αποχρώσεις σε ηλιοβασίλεμα δεν έχω δει. Τα σπίτια με τα προσωπεία στους τοίχους.

και κυρίως οι άνθρωποι που γέννησαν αυτές τις αναμνήσεις

 

δανίκα. άντε γεια!

Όπως είχα γράψει σε ένα προηγούμενο post περίμενα με μεγάλη αγωνία την μεταφορά στην μεγάλη οθόνη του βιβλίου «Ο δρόμος».

Μετά από μία ανυπόφορη καθυστέρηση 2 μηνών και κάτι, πριν πάω να το δω είπα να διαβάσω κριτικές, μία  ήταν και του δανίκα που πια τον διαγράφω από την λίστα των κριτικών κινηματογράφου. Ο άνθρωπος περνάει τις ταινίες στο forward και βγάζει συμπεράσματα. Πιθανόν το συνδυάζει και με ναρκωτικά της κάποτε ελευθεριακής του φάσης (lsd, μανιτάρια – αυτής της γενιάς με τέτοια την έβρισκαν  😛 ).

Παραθέτω  του άχρηστου την κριτική από τα νέα:

Απίστευτη αντιστροφή. Η καλλιτεχνική ταινία «Ο δρόμος» (Τhe Road) αγκαλιά με τη Βίβλο, τη θρησκεία και τη μεταφυσική. Ο εμπορικός «Λυκάνθρωπος» με τον ρεαλισμό, την αλληγορία και την πολιτική. Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός!

Το σενάριο από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Κόρμακ ΜακΚάρθι («Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους»). Η σκηνοθεσία του Τζον Χίλκοουτ. Το στόρι βιβλική εφιαλτική μελλοντολογία. Δηλαδή κάποτε στο μέλλον όλα γκρεμισμένα, ερειπωμένα, τελειωμένα. Από πυρηνικό όλεθρο; Μπορεί. Από οικολογική καταστροφή; Κι αυτό μαζί. Από επιδημίες και ιούς; Φυσικά. Όλοι οι φόβοι μας εκεί. Άδειοι δρόμοι. Καταστρεμμένα σπίτια. Η Γη να χορεύει σεισμό. Τα δέντρα να πέφτουν σαν χάρτινοι πύργοι. Ο ουρανός σκοτεινός. Η θερμοκρασία below zero. Άκρα του τάφου σιωπή. Λοιμοί, σεισμοί, καταποντισμοί. Μοναδική κιβωτός σ΄ αυτή την απέραντη κατακλυσμιαία καταστροφή, ένας πατέρας (Βίγκο Μόρτενσεν) παρέα με τον μικρό του γιο. Άστεγοι, άρρωστοι, γυρολόγοι, πρωτόγονοι. Δύο πλάσματα ρακένδυτα, πεινασμένα, τρομοκρατημένα, απελπισμένα. Περικυκλωμένα από αόρατες ομάδες κανίβαλων εχθρών. Οποιαδήποτε στιγμή. Από το πουθενά. Από ένα άδειο σπίτι. Από τα δέντρα. Από παντού. Οι άνθρωποι σαν τα κτήνη. Αναζητούν τροφή. Σκοτώνουν και χορταίνουν με σάρκες ανθρώπου. Η μεγάλη ανατριχίλα. Η πορεία της πιο ανελέητης επιβίωσης. Η επιστροφή της φυλής στην εποχή των σπηλαίων. Η επαλήθευση της προφητείας. Βοήθεια! Είναι κανείς έξω εκεί;

Θεός και φύση συνωμοτούν εναντίον ανθρώπου. Να τιμωρήσουν την αλαζονεία του. Να μαστιγώσουν την απληστία του. Να ξαναφτιάξουν τον κόσμο από μηδενική βάση. Ο συγγραφέας τοποθετεί το πρόβλημα ως εξής: «Όταν βλέπεις εφιάλτες, φοβάσαι, ζεις. Όταν ονειρεύεσαι, ν΄ αρχίσεις να ανησυχείς». Που πάει να πει, ο φόβος σε κρατάει στη ζωή. Επομένως, κυνήγι για τροφή. Επομένως, μ΄ ένα όπλο να πορεύεσαι ώστε από τον ανθρώπινο κίνδυνο να γλιτώσεις. Ο θάνατός σου η ζωή μου. Το πτώμα σου η τροφή μου. Άκρατος ανταγωνισμός. Αχόρταγος κανιβαλισμός. Ο ΜακΚόρμακ ακραία περιγράφει το πρόβλημα. Όμως το βλέπει θρησκευτικά και ολότελα εξωτερικά. Ποια η διαφορά ανάμεσα σε μια ταινία τρόμου και σπλάτερ απ΄ αυτή τη μονότονη καταθλιπτική διαδρομή; Επί της ουσίας , καμιά.

Απαίδευτοι οι Αμερικανοί στην εσωτερική γραφή. Όλα για την εντύπωση, το σοκ, το επιδερμικό, το εύκολο και καταστροφικό. Όλα εξωτερικά.

Το ίδιο συμβαίνει και εδώ.

Επί δύο ώρες βλέπουμε το ίδιο σκηνικό. Έτσι, μονόχορδη η ουσία, μονότονο το σκηνικό. Η μία σκηνή να επαναλαμβάνει την επόμενη χωρίς εξέλιξη, δραματουργία, χαρακτήρες. Η αντίθεση μία και μοναδική. Εντελώς σχηματική. Ο κόσμος στην καταστροφή. Μοναδική ελπίδα αυτοί οι δύο εκλεκτοί.

Η σχηματική, θρησκευτική, βιβλική αλληγορία καθορίζει και την ερμηνεία. Μονοδιάστατος ο Μόρτενσεν. Αβανταδόρικος ο ρόλος του. Καλώς έκαναν και δεν τον έβαλαν στις υποψηφιότητες για τον καλύτερο ανδρικό ρόλο. Η Σαρλίζ Θερόν εμφανίζεται ελάχιστα λεπτά. Μόνο σε μερικά φλας μπακ. Η νεκρή σύζυγος του Μόρτενσεν. Το όνομά της έτσι και μόνο για την αγορά. Σχηματικό και το επιμύθιο. Μόνο η οικογένεια. Η καλή καρδιά. Οι καλοί άνθρωποι. Οι επίγειοι άγγελοι. Μακάρι να ήταν τόσο απλό. Γιατί με τόσους καλούς και φτωχούς που διαθέτει αυτός ο πλανήτης, ζωή μας θα έπρεπε να ήταν παράδεισος σωστός!

Οι σημειώσεις πάνω στην «κριτική» του άχρηστου είναι δικές μου. Συγκεκριμένα αυτά που αναφέρει ούτε καν υπάρχουν στην ταινία. Πουθενά η ταινία δεν αναφέρεται στο ότι όλα αυτά έχουν γίνει γιατί χάσαμε την πίστη μας ή γιατί γίναμε άπληστοι. Ακριβώς και για αυτό το λόγο δεν συγκεκριμενοποιείται το γιατί έχει επέλθει αυτή η καταστροφή. Μιλάει για την ανθρώπινη φύση και η ταινία και το βιβλίο. Και το πόσο δύσκολο είναι να κρατήσεις την ανθρωπιά και τις αξίες σου σε τέτοιες καταστάσεις. Δεν ξέρω τι ναρκωτικά παίρνει ο ανίκανος αλλά πουθενά δεν λέει για βίβλο κτλ η ταινία. Αυτό που αφήνεται να εννοηθεί είναι ότι για κάποιο λόγο (άγνωστο) δεν ζουν τα ζώα και τα φυτά. Οπότε λόγω της έλλειψης τροφής πράγματι κάποιοι άνθρωποι έχουν στραφεί στον κανιβαλισμό. Και για να μην πάμε και πολύ μακριά σε περιόδους μεγάλων λοιμών του 20ου αιώνα είχαν παρατηρηθεί πολλά τέτοια κρούσματα (ανθρωποφαγίας) – στην ΕΣΣΔ και στην Κίνα για παράδειγμα.

Ο άχρηστος συνεχίζει λέγοντας ότι οι αμερικανοί είναι επιδερμικοί στις ταινίες τους. εγώ θα του πω να μελετήσει τα άπαντα του ραφαηλίδη για να μάθει πώς γράφονται οι κριτικές, αλλιώς ας αλλάξει επάγγελμα. Μία έγινε καραγκιόζης με τις ζωές των άλλων, μία με τους 300 που απλά δεν ήξερε τι έκρινε, ε και τρίτη φορά. άντε γεια ρε δανίκα. άντε γεια.

Οι πιο σωστές κριτικές που βρήκα για την ταινία ανήκουν στο ποντίκι και στο f.a.q.

Η δική μου άποψη είναι ότι είναι μια πολύ καλή μεταφορά του βιβλίου. Μέσα στο κλίμα. Αλλά όντας πολύ κοντά θα έπρεπε κάποιες σκηνές να τις δέσει πιο καλά κινηματογραφικά γιατί αλλιώς λειτουργούν στην ανάγνωση και διαφορετικά ως εικόνες. Αποτέλεσμα κάποιες μικρές «κοιλιές».

Η φωτογραφία και οι εικόνες της μου άρεσαν. Ενώ απέδωσε πολύ καλά την στοργή του πατέρα και την προσπάθειά του να προστατέψει το παιδί, καθώς και την δύναμη που προσπαθούσε να έχει ώστε να το ενδυναμώνει ψυχολογικά.

Στο δρόμο τους πατέρας και γιος θα συναντήσουν διάφορους ανθρώπους. Θα ρισκάρουν για την εμπιστοσύνη που θα πρέπει δείξουν ανά περίσταση. Και όχι δεν είναι οι μόνοι καλοί όπως γράφει ο ανόητος (φαντάζομαι την πήρε από το μοναστηράκι και την ώρα που έχεζε θα την έβαζε να παίζει , έτσι να βγάλει μία κριτική).

Η τελευταία σκηνή απλά όπως και στο βιβλίο είναι αναπάντεχη. Και υπάρχουν διάφορες γνώμες για το αν είναι ταιριαστή.

Αν σας έπεισε η κριτική μου (ή και θάψιμο στον άχρηστο) ή οι κριτικές που σας πρότεινα, χωρίς ποπ κορν πηγαίνετε να την δείτε. Και ελάτε να την συζητήσουμε…

it’s a free world (?)

επίκαιρη ταινία.  ειδικά τώρα που έχει ανοίξει η συζήτηση για τη μεταναστευτική πολιτική και την ιθαγένεια.

Η πρωταγωνίστρια δουλεύει σε ένα γραφείο εύρεσης εργασίας για μετανάστες. Επειδή δεν κάθεται του ανωτέρου της αυτός την απολύει.  Όντας 33 χρονών και μητέρα ενός παιδιού αντιμετωπίζει την ζωή από το μηδέν. Έτσι αποφασίζει να ανοίξει με μία φίλη της ένα αντίστοιχο γραφείο.

Σε αυτήν την ταινία αντιμετωπίζονται αρκετά θέματα τόσο της φυλετικής διάκρισης (τόσο του φύλου όσο και της φυλής) όσο και της εργασίας (συνθήκες, αλληλοεξόντωση, μηδαμινές αποδοχές, ανασφάλιστη εργασία).

Η ταινία δεν λυπάται αν και έχει μια συγκεκριμένη χροιά. Δείχνει την εποχή μας με σχεδόν ντοκιμαντερίστικο τρόπο.

Αααα,  ξέχασα να πω ότι  βρισκόμαστε στην Αγγλία. Μία άγνωστη Αγγλία που σε πολλά σημεία θα μας θυμίσει σύγχρονη Ελλάδα. Ίσως τελικά… να μην διαφέρουμε και τόσο από τους υπόλοιπους πολιτισμένους.

ψυχή βαθιά από παλιά

Στο παρακάτω απόσπασμα από την ταινία Λόλα παρατήρησα ότι ο Φέρμας χρησιμοποιεί τρεις φορές την φράση «ψυχή βαθιά». Συγκεκριμένα στα σημεία 0:22 , 3:34 και 3:54 του αποσπάσματος.

Μου έκανε εντύπωση γιατί νόμιζα ότι ήταν μία φτιαχτή φράση του Βούλγαρη για να δικαιολογήσει τον τίτλο της ταινίας του. Όμως φαίνεται ότι την χρησιμοποιούσαν εκείνην την εποχή.

Για την ταινία Λόλα δεν έχω να πω πολλά. Νομίζω ότι ανήκει στα διαμάντια του ελληνικού κινηματογράφου ( ο διαχωρισμός ανάμεσα σε νέο και παλιό μου φαίνεται πονηρός). Υπέροχες ερμηνείες από εξαιρετικούς ηθοποιούς, υπέροχη μουσική (σύνθεση Ξαρχάκος , σόλο μπουζούκι Ζαμπέτας). Η ιστορία εκτυλίσεται στην περιοχή της Τρούμπας. Το σκηνικό έχει αρκετές θεατρικές αναφορές χωρίς όμως να το κουλτουριάζει*.

Η σκηνή προσωπικά που  ξεχωρίζω δεν είναι η πασίγνωστη «Πολλά τα λεφτά Άρη» αλλά η προτελευταία λίγον πριν την τελική αναμέτρηση με την Μοσχολιού να ερμηνεύει ένα από τα πιο γλυκά αλλά γεμάτα πόνο τραγούδια που έχουν γραφτεί στο λαϊκό τραγούδι.

Λακωνικοί αλλά ποιητικοί στίχοι. Το σόλο του μπουζουκιού σαν λιγμός, πονάει. Η Μουσχουλιού στις καλύτερες στιγμές της.

Όσοι γνωρίζετε από Πειραιά προσέξτε στην αρχή του αποσπάσματος τις περιοχές που δείχνει και αναγνωρίστε τις.

Για να διευκολύνω στην αρχή δείχνει τις περιοχές Πασαλιμάνι και Καστέλα.

Το καμπαρέ Hawai, όπου ουσιαστικά θα τελειώσει η ταινία, υπάρχει ακόμη  στο ίδιο ακριβώς σημείο αλλά έχουν χτίσει από πάνω του επιπλέον ορόφους.

*κουλτουριάζει: το τρενάρει πολύ, το πλατιάζει όπως σε κάποιες πειραματικές ταινίες που στην προσπάθειά τους να κάνουν τέχνη τελικά κάνουν τέχνη για τον εαυτό τους.

η ανάρτηση ενημερώθηκε στις 9 Μαΐου του 2016 διότι τα βίντεο στα οποία αναφερόταν δεν ήταν διαθέσιμα πια.