
Ανέβαιναν ένα ένα πάνω στο ξύλινο καροτσάκι. Μεθυσμένα το κυλούσαν πάνω στο γρασίδι και στα αγριολούλουδα. Τώρα που απλωνόταν η Άνοιξη παντού. Με τις βροχές της αλλά και με τις μυρουδιές της. Τώρα που γεννιόταν η ζωή, ζωή κι αυτά , κυλούσαν το ξύλινο καρότσι. Σαν να ήταν ο μεγαλύτερος θησαυρός τα ταξίδευε σε μέρη που εμείς δεν φανταζόμαστε ή που ξεχάσαμε. Στα μέρη εκείνα που ένα μικρό ξύλινο καροτσάκι μπορούσε να σε ταξιδέψει παντού. Ανέξοδα. Όσο το χωρούσαν τα πνευμόνια σου , τα ακούραστα πόδια σου και κυρίως το μοτεράκι της καρδιάς σου. Και μόνο η φωνή των γονιών θα μπορούσα να σταματήσει αυτό το ταξίδι. Ούτε καν το σκοτάδι. Η φωνή που σε καλούσε να γυρίσεις…
Τώρα που το ξανακοιτάω ίσως κάτι να μου θυμίζει κι εμένα. Κάτι που είχα ξεχάσει ότι υπήρξε. Κάπου που είχα ξεχάσει ότι είχα πάει και επισκεφτεί…
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...