ο χαμογελαστός γύφτος

Στον Ηλεκτρικό απόγευμα.

Όπως πάντα τα τελευταία χρόνια θλιμμένες φάτσες, ανέκφραστες, που κοιτούν στο κενό. Που θέλουν να κρυφτούν από την πραγματικότητα. Σέρνονται σε κάθε τους βήμα.

Ίσως το βράδυ να ανεβάσουν κάποια φωτογραφία με κολαριστό χαμόγελο στο φασομπούκι.

Μέσα στο τρένο μπαίνουν δύο γύφτοι. Γύρω στα 60 τους έκοψα. Κουβαλούσαν ψάθα για καρέκλες. Ο ένας φαφούτης. Ίσως μάλιστα να είχε μόνο ένα δόντι.

Όμως χαμογελούσε. Όχι ψεύτικα. Το έβλεπες στα μάτια του. Μία παραφωνία τέτοια που τον φοβηθήκαμε. Εμείς που τα μετράμε όλα.

Πώς γίνεται αυτός , ο τελευταίος,  να μπορεί να είναι τόσο χαμογελαστός, από καρδιάς;

Ίσως ευχηθήκαμε να υπήρχε  και κάποια Ασφάλεια να τον μαζέψει. Τόσο τρομερός.

Φτάσαμε στο τέρμα και κατεβήκαμε γεμάτοι τρόμο που ούτε μία στιγμή δεν τολμάμε να δακρύσουμε αλλά και να χαμογελάσουμε χωρίς να τα περάσουμε από βιτρίνα.

Ίσως τελικά ο γύφτος να ήξερε πολλά και να μας λυπόταν.

Ξένος, etc

Ξένος από πάντα σε τούτο το χώρο. Δεν θυμάται να δέθηκε ποτέ. Ξένος εδώ. Ξένος εκεί και παρακεί. Παντού ξένος. Ένας μόνιμος πρόσφυγας. Λες και στην ζωή μπήκε λαθρεπιβάτης.

Η καρδιά του δεν δένει σχοινιά, Πάντα καρτεράει το ταξίδι. Ούτε εδώ είναι το σπίτι μου, λέει, και ετοιμάζεται να φύγει και πάλι. Ξένος για τούτη τη γη, το χώμα. Το όποιο χώμα.

Ίσως ούτε στην καρδιά του να μην έχει ξεμείνει λίγη πατρίδα ουρανός να ξαποστάσει…

-/-

Δεν θυμάται πότε ήταν η τελευταία φορά που δάκρυσε…
Δεν θυμάται
.Κι απλά διαβάζει προσεχτικά το κενό

.Αφουγκράζεται τις νότες του κι ακροβατεί
. Ελπίζει ότι κάποτε θα θυμηθεί την χαρά του σάλτο μορτάλε.