Ο χρονος
ένας αργοσχολος.
Μοιάζει να μην τον απασχολεί τίποτα. Νωχελικά χάνεται στις νωτισμένες απ’ όνειρα νύχτες, στα ξεμπαρκα κύμματα.
Περιπλανιέται σε λαβυρίνθους που χάραξε ένας μπόμπιρας στην άμμο ‘ τότε που η θάλασσα δεν γέμιζε λήθη. Ίσως λάθη, κι αυτά γλυκά.
Ξεχνιέται αργοσχολα(;)
μα με υπομονή
Κι επίμονα γυρεύει ταξίδι,
ν’ ανασάνει και πάλι.