Μέρες αναμονής

Ο χρονος
ένας αργοσχολος.

Μοιάζει να μην τον απασχολεί τίποτα. Νωχελικά χάνεται στις νωτισμένες  απ’ όνειρα νύχτες, στα ξεμπαρκα κύμματα.

Περιπλανιέται σε λαβυρίνθους που χάραξε ένας μπόμπιρας στην άμμο ‘ τότε που η θάλασσα δεν γέμιζε λήθη. Ίσως λάθη, κι αυτά γλυκά.

Ξεχνιέται αργοσχολα(;)
μα με υπομονή

Κι επίμονα γυρεύει ταξίδι,
ν’ ανασάνει και πάλι.

ένοχος σιωπής και μνήμης

σ’ αυτούς τους καιρούς βάλθηκες και συ να μάθεις την αξία της σιωπής;

τώρα που σε καλεί η ανάσα σου να φωνάξεις;

ξέρεις…

Φώναζες κάποτε για να μην μάθεις

και σωπαίνεις τώρα για να μην δεις

συνένοχος όπως πάντα του καιρού σου

ψάχνεις την βολή σου να κρυφτείς.

 

-//-

 

την μνήμη κανείς δεν την αγάπησε

την γλυκαίνει μόνο η λησμονιά

και εκείνος που την αγνόησε

να κάνει τα ίδια λάθη αγαπά