ένα αναποδογυρισμένο ξύλινο καροτσάκι

like a toy

Ανέβαιναν ένα ένα πάνω στο ξύλινο καροτσάκι. Μεθυσμένα το κυλούσαν πάνω στο γρασίδι και στα αγριολούλουδα. Τώρα που απλωνόταν η Άνοιξη παντού. Με τις βροχές της αλλά και με τις μυρουδιές της. Τώρα που γεννιόταν η ζωή, ζωή κι αυτά , κυλούσαν το ξύλινο καρότσι. Σαν να ήταν ο μεγαλύτερος θησαυρός τα ταξίδευε σε μέρη που εμείς δεν φανταζόμαστε ή που ξεχάσαμε. Στα μέρη εκείνα που ένα μικρό ξύλινο καροτσάκι μπορούσε να σε ταξιδέψει παντού. Ανέξοδα. Όσο το χωρούσαν τα πνευμόνια σου , τα ακούραστα πόδια σου και κυρίως το μοτεράκι της καρδιάς σου. Και μόνο η φωνή των γονιών θα μπορούσα να σταματήσει αυτό το ταξίδι. Ούτε καν το σκοτάδι. Η φωνή που σε καλούσε να γυρίσεις…

Τώρα που το ξανακοιτάω ίσως κάτι να μου θυμίζει κι εμένα. Κάτι που είχα ξεχάσει ότι υπήρξε. Κάπου που είχα ξεχάσει ότι είχα πάει και επισκεφτεί…

ω πόσο ευλογημένη η πόλη του Πειραιά

Ω πόσο ευλογημένη η πόλη του Πειραιά. Με τα τόσα αυτοκίνητα φυτεμένα ευλαβικά στις διαβάσεις. Τόσο αγέρωχα και ιερά που δεν τολμά να τ αγγίξει ούτε ένας γεωπόνος. Να τα μεταφυτέψει έστω λίγο πιο πέρα. Φυσικά για ξυλοκόπο κανείς να μην μιλήσει. Ποιος θα αγγίξει την ιερή τροχοφόρα αγελάδα μας;

Όσο για τα δέντρα. Πόσο αναίσχυντα τολμούν να θέλουν να παρκάρουν πάνω σε πλατείες. Άθλια η τόλμη τους, ίδια με την όψη τους. Και έχουμε κάνει τόσες προσπάθειες να τα συνετίσουμε με γρήγορο κούρεμα, σχεδόν σύριζα. Μα εκεί επιμένουν, όσους τροχονόμους με πριόνια κι τους στείλουμε.

Πόσο ευλογημένη η πόλη του Πειραιά , να ζει στο παρελθόν, αλλά να μην ξέρει ποιοι ονειρεύτηκαν στο λιμάνι της. Να μην γνωρίζει ούτε έναν από τους προγόνους. Μια πόλη θρυλική να ζει σε μία αιώνια άγνοια.

Ω πόσο ευλογημένη η πόλη του Πειραιά. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το λιοντάρι της είναι έτοιμο να κλάψει.